- πολύμηνος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που διαρκεί πολλούς μήνες2. αυτός που έχει ηλικία πολλών μηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μηνος (< μήνας), πρβλ. ολιγό-μηνος, τρί-μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο, πρώην Καισαρείας].
Dictionary of Greek. 2013.